παρελαύνει

παρελαύνει
παρελαύ̱νει , παρελαύνω
drive by
aor subj act 3rd sg (epic)
παρελαύ̱νει , παρελαύνω
drive by
pres ind mp 2nd sg
παρελαύ̱νει , παρελαύνω
drive by
pres ind act 3rd sg
παρελαύ̱νει , παρελαύνω
drive by
aor subj act 3rd sg (epic)
παρελαύ̱νει , παρελαύνω
drive by
pres ind mp 2nd sg
παρελαύ̱νει , παρελαύνω
drive by
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”